Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

Γεντί Κουλέ, στα άδυτα των θρυλικών φυλακών


ΑΝΩ ΠΟΛΗ


Η περιοχή της Άνω Πόλης Θεσσαλονίκης που διασώθηκε από την πυρκαγιά του 1917 βρίσκεται στο βορειότερο και ψηλότερο τμήμα της παλιάς πόλης. Αρχίζει ουσιαστικά από τη βόρεια πλευρά της οδού Αγίου Δημητρίου φτάνοντας βόρεια ως τα τείχη της Ακρόπολης και δυτικά και ανατολικά ως τα αντίστοιχα Βυζαντινά Τείχη, που σώζονται σχεδόν ολόκληρα στην περιοχή. Παρόλο ότι η περιοχή δεν ερευνήθηκε με αρχαιολογικές ανασκαφές, είναι σχεδόν βέβαιο ότι στην ελληνιστική, ρωμαϊκή και βυζαντινή εποχή δεν κατοικήθηκε, τουλάχιστον συστηματικά. Γειτονιές με κατοικίες δημιουργήθηκαν με την τουρκοκρατία, για να πυκνοκατοικηθεί η περιοχή στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα, καθώς εκτιμήθηκαν οι κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν (μικροκλίμα) και η υπέροχη θέα που προσφέρει ο τόπος.

Στην περιοχή αυτή περιλαμβάνονται σημαντικά μνημεία της Θεσσαλονίκης όπως: τα Τείχη με την Ακρόπολη και το Επταπύργιο, ο ναός του Οσίου Δαβίδ (Μονή Λατόμου), ο ναός του Αγίου Νικολάου Ορφανού, ο ναός των Ταξιαρχών, η Μονή Βλατάδων, ο ναός της Αγίας Αικατερίνης, ο ναός τουΠροφήτη Ηλία, ένας βυζαντινός λουτρώνας της πλατείας Κρίσπου, το Αλατζά Ιμαρέτ της οδού Κασσάνδρου, κ.ά.

Πέρα όμως από τα μνημεία αυτά, στην περιοχή της Άνω Πόλης διασώζεται σε πολλά τμήματα ο παλιός (παραδοσιακός) πολεοδομικός ιστός της πόλης με τους στενούς λιθόστρωτους δρόμους, τα αδιέξοδα, τα μικρά ξέφωτα και τις πλατείες και προπαντώς με τα μοναδικά σε λιτότητα, λειτουργικότητα και κομψότητα κτίματα της Λαϊκής Μακεδονίτικης Αρχιτεκτονικής. Τα κτίσματα αυτά, που κύρια συναντώνται στις περιοχές γύρω από τους ναούς των Ταξιαρχών, Οσίου Δαβίδ, Μονής Βλατάδων και στους δρόμους Δημ. Πολιορκητή, Αλεξ. Παπαδοπούλου, Θεοφίλου, Αντιόχου, Αμφιτρύωνα, Ηροδότου, Τσαμαδού και Σαχτούρη, δεν έχουν να επιδείξουν τίποτα το πομπώδες και το πολυτελές. Φτιαγμένα με φτωχά και ευτελή υλικά, επιβάλλονται με τη μορφή τους και τη λειτουργική (εσωτερική και εξωτερική) δομή τους. Τυπικό γνώρισμά τους η καθαρή αρχιτεκτονική τους διαρρύθμιση με πολλά στοιχεία κληροδοτημένα και από αυτήν ακόμα την αρχαία ελληνική και βυζαντινή παράδοση, οι αρχιτεκτονικές "προεξοχές" (σαχνισιά, το "ηλιακό" των βυζαντινών) και οι στεγασμένοι εξώστες ("χαγιάτια"), που αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της Ελληνικής Λαϊκής Μακεδονίτικης Αρχιτεκτονικής.

Χαρακτηριστικό σπίτι της Άνω Πόλης της Θεσσαλονίκης (πάροδος Αλεξ. Παπαδοπούλου). Το "σαχνισί" του ορόφου, το "ηλιακό" των Βυζαντινών, κυριαρχεί σαν μορφολογικό-λειτουργικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής των κτισμάτων της περιοχής (έργο του ζωγράφου Μ. Ζαφειριάδη).
.Σπίτι της οδού Σαχτούρη της Άνω Πόλης της Θεσσαλονίκης με επάλληλα "σαχνισιά" κατά μήκος της πρόσοψης
.Σπίτι της οδού Δημ. Πολιορκητή της Άνω Πόλης. Λεπτομέρεια προεξοχής τμήματος του ορόφου ("σαχνισί") σπιτιού της οδού Δημ. Πολιορκητή της Άνω Πόλης Θεσσαλονίκης.



Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, καθώς η Επανάσταση του 1821 στην Ελλάδα αναστάτωσε τους Τούρκους, η πόλη της Θεσσαλονίκης ήταν περιορισμένη κύρια στην "καστροπερίκλειστη" περιοχή και ελάχιστα κτίσματα υπήρχαν πέρα από τα όριά της. Από το δεύτερο όμως μισό του 19ου αιώνα διαφοροποιούνται οι συνθήκες αυτές καθώς επέρχεται μία κάποια ηρεμία στο χώρο της Ελλάδας με τη δημιουργία στο νότιο χώρο της του πρώτου ανεξάρτητου κράτους της Βαλκανικής.

Συγχρόνως γίνεται μία προσπάθεια γενικότερου "εξωραϊσμού" της τουρκικής διοίκησης, ιδιαίτερα στα κατεχόμενα εδάφη της Βαλκανικής. Ακόμα, η ανάπτυξη πρωτοκεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής, η εμπορευματοποίηση της αγοράς, η δημιουργία τάξης αστών εμπόρων και ανώτατων στελεχών της δημόσιας διοίκησης, έδωσε το έναυσμα της ανάπτυξης και των προαστίων, ιδιαίτερα της ανατολικής περιοχής (περιοχή Εξοχών), όπου άρχισαν να κτίζονται πολυτελείς και μεγαλοπρεπείς επαύλεις (πύργοι) από τους πλούσιους Έλληνες, Τούρκους, Εβραίους, Ντονμέδες (εξισλαμισμένους Εβραίους), Φράγκους και Λεβαντίνους.

Σε μεγάλα πια οικόπεδα της περιοχής κατά μήκος των λεωφόρων Βασ. Γεωργίου και Βασ. Όλγας, αλλά και στον κεντρικό τομέα, κτίζονται πολυτελή κτίσματα με πολλά στοιχεία νεοκλασσικής μορφολογίας και ποικίλες διακοσμήσεις επηρεασμένες από το πνεύμα της Art Nouveau και του Ρομαντισμού. Στα κτίσματα αυτά, που δεν είχαν σαφή αρχιτεκτονικό ρυθμό, μπορούσαν να διακριθούν, μαζί με τα βαρυφορτωμένα με διακοσμήσεις αετώματα και διαζώματα, ένα πνεύμα επιστροφής στα αρχαιοελληνικά πρότυπα του "δωρικού ρυθμού" και μία διάθεση δημιουργίας ενός παράξενου -οπωσδήποτε ξενόφερτου- κόσμου, που συμβάδιζε με το αισθητικό γούστο που διαμόρφωσε ο Ρομαντισμός στην Ευρώπη το 19ο και αρχές του 20ού αιώνα.

Από τα κτίσματα αυτά ελάχιστα διασώθηκαν ως τις μέρες μας. Μεταξύ τους περιλαμβάνονται: το Διοικητήριο, το παλιό Τελωνείο, το (τέως) Δημοτικό Νοσοκομείο, η Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, το κτίριο του Γ΄ Σώματος Στρατού, η Οθωμανική Τράπεζα (Φράγκων-Λ. Σοφού), τοΠαπάφειο Ορφανοτροφείο, το (τέως) Ε΄ Γυμνάσιο, η Βίλλα Αλλατίνη (όπου φυλακίστηκε ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμήτ), η έπαυλη Οσμάν Αλή-Μπέη(σημερινό Ορφανοτροφείο "Μέλισσα"), η έπαυλη του Τούρκου μέραρχου Σεϊφουλάχ (στη διασταύρωση των οδών 25ης Μαρτίου και Βασ. Όλγας, σημ. Ε΄ Δημοτικό Διαμέρισμα), η σημερινή Σχολή Τυφλών, η έπαυλη Φερνάντεζ (Κάζα Μπιάνκα, στη διασταύρωση των οδών Σοφούλη και Βασ. Όλγας, κ.ά.).

Όσα από τα κτίσματα αυτά έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα, δείχνουν φανερά το πνεύμα και το χαρακτήρα της εποχής τους και αποδεικνύουν, με την οικοδομική τους τεχνική, τη βιωμένη πείρα αιώνων των Ελλήνων τεχνητών που τα κατασκεύασαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου