Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

Εισαγωγή



Ιωσήφ Ανδρούσης ιερό της Εκκλησίας βλαστάρι
με το σταυρό, με το σπαθί και της θυσίας του Θεού τη χάρη.
Για την Πατρίδα μαχητής και για το γένος στην καλή γη του ελεύθερη, κοιμάται δοξασμένος.

Ο Λευκός Πύργος


Ο Λευκός Πύργος άλλαξε πολλά ονόματα και χρήσεις ώσπου να αποκτήσει τη σημερινή του ονομασία και λειτουργία. Τον 18ο αιώνα ονομαζόταν «Φρούριο της Καλαμαριάς» και κατά τον 19ο αιώνα, οπότε λειτουργούσε ως φυλακή βαρυποινιτών, «Πύργος των Γενιτσάρων» και «Kanli-Kule», δηλαδή Πύργος του Αίματος. Το 1890 ο φυλακισμένος στον πύργο Nathan Guéledi τον ασβέστωσε, με αντάλλαγμα την ελευθερία του: από τότε αναφέρεται ως Beyaz-Kule, δηλαδή Λευκός Πύργος.

Κατά την επικρατέστερη άποψη η χρονολόγηση του μνημείου τοποθετείται αμέσως μετά την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους (1430). Μετά την απελευθέρωση (1912) το μνημείο περιήλθε στο ελληνικό δημόσιο και στους χώρους του εγκαταστάθηκαν κατά καιρούς η αεράμυνα της πόλης, το εργαστήριο Μετεωρολογίας του Πανεπιστημίου και έως το 1983 συστήματα Ναυτοπροσκόπων. Με δεδομένη την ιστορικότητα του μνημείου και τον χαρακτήρα του ως συμβόλου της πόλης κρίθηκε σκόπιμο να δοθεί στο Λευκό Πύργο νέα χρήση και να λειτουργήσει ως εκθεσιακός χώρος. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία ξεκίνησε το 1983 στο μνημείο αναστηλωτικές εργασίες προκειμένου να συντηρηθεί και να διαμορφωθεί κατάλληλα σε εκθεσιακό χώρο.

Από το 1985 παρουσιάστηκε στον Λευκό Πύργο η μόνιμη έκθεση «Θεσσαλονίκη: Ιστορία και Τέχνη», έως το 1994 οπότε άνοιξε το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και τα εκθέματα άρχισαν να μεταφέρονται σταδιακά σε αυτό.

Το 2001 παρουσιάστηκε στο Λευκό Πύργο η εντυπωσιακή έκθεση «Καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο» στο πλαίσιο του δικτύου τριών εκθέσεων με το γενικό τίτλο «Ώρες Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο» και το 2002 έκθεση έργων του ζωγράφου και συντηρητή αρχαιοτήτων Φώτη Ζαχαρίου με τον τίτλο «Aθως: Αποτυπώσεις και Μνήμες».

Ο Λευκός Πύργος θα φιλοξενήσει τη νέα μεγάλη μόνιμη έκθεση που οργανώνει το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, αφιερωμένη στην πόλη της Θεσσαλονίκης και τους ανθρώπους της.


Καθώς οι εργασίες για την προετοιμασία της έκθεσης έχουν ήδη ξεκινήσει, το μνημείο θα παραμείνει κλειστό για το κοινό έως τα μέσα του 2007, οπότε αναμένεται να ανοίξει η έκθεση.


Η έκθεση επιχειρεί να προβάλει τα στοιχεία που διακρίνουν διαχρονικά τη Θεσσαλονίκη, όπως ο αστικός και ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της. Η πόλη, από την ίδρυσή της το 315 π.χ. και σε όλη σχεδόν την ιστορική της διαδρομή, παρέμεινε σημαντικό αστικό κέντρο. Χάρη στη γεωγραφική της θέση, άλλωστε, αποτελούσε πνευματικό, εμπορικό και οικονομικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής της, αλλά και σημείο επαφής και επικοινωνίας διαφόρων πολιτισμών.

Εστιάζοντας σε στιγμές-ορόσημα και σε ιδιαίτερες πτυχές της ζωής της πόλης, στους έξι ορόφους του Λευκού Πύργου αναπτύσσονται θεματικές ενότητες που αφορούν την ίδρυση της Θεσσαλονίκης, τη θέση της στον γεωγραφικό χώρο, την πολεοδομική της εξέλιξη, σημαντικές στιγμές της ιστορίας της, την κομβική εμπορική της θέση στο σταυροδρόμι χερσαίων και θαλάσσιων δρόμων, το μωσαϊκό των κατοίκων της, καθώς και την πνευματική και πολιτιστική ζωή της. Το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσονται τα θέματα της έκθεσης ξεκινά από την ίδρυση της πόλης και φτάνει, κατά περίπτωση, έως και το πρόσφατο παρελθόν της.

Η νέα έκθεση στο μνημείο του Λευκού Πύργου, που από συγκυρία της τύχης αποτελεί το σύμβολο της Θεσσαλονίκης, δεν απευθύνεται μόνο στους επισκέπτες που επιθυμούν να γνωρίσουν την πόλη, αλλά πρώτα απ' όλα στους κατοίκους της

Ο τοίχος που τον περιέβαλλε κατεδαφίστηκε το 1917

Ο Λευκός Πύργος της Θεσσαλονίκης είναι ένας οχυρωματικός πύργος του 15ου αιώνα, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια ως κατάλυμα φρουράς Γενιτσάρων και ως φυλακή θανατοποινιτών. Είναι ένα από πιο γνωστά κτίσματα-σύμβολα πόλεων στην Ελλάδα. Έχει 6 ορόφους, 34 μέτρα ύψος και 70 μέτρα περίμετρο.

Ονομασίες

Στην αρχή ονομαζόταν Πύργος του Λέοντος, όπως αναφέρει τουρκική επιγραφή του 1535-1536, η οποία υπήρχε στην είσοδό του εξωτερικού περιβόλου (τώρα κατεδαφισμένος) και η οποία μάλλον αναφερόταν στη χρονολογία κατασκευής του περιβόλου.[1]

Από τον 17ο αιώνα και μετά ονομαζόταν ανεπίσημα Φρούριο της Καλαμαριάς/Kelemeriye Kal’asi

και Πύργος των Γενιτσάρων. Μετά την διάλυση του τάγματος των Γενίτσαρων το 1826 αποκτά το όνομα Kanli-Kule, δηλαδή Πύργος του Αίματος λόγω των σφαγών των Γενιτσάρων. Το όνομα διατηρείται και μετά το 1826 λόγω της λειτουργίας του ως φυλακή μελλοθανάτων και τόπο βασανιστηρίων, τα οποία συχνά εκτελούνταν από τους Γενιτσάρους γεμίζοντας με αίμα τους τοίχους.[1] Το σύγχρονο όνομά του το πήρε όταν ένας εβραίος κατάδικος, ο Nathan Guidili[2], τον ασβέστωσε με αντάλλαγμα την ελευθερία του, το 1891.[1] Μέχρι το 1912 ο χριστιανικός πληθυσμός συνεχίζει να τον αναφέρει Kanli-Kule[3] , ενώ ο εβραϊκός υιοθετεί το Torre Blanca[4], που υιοθετούν και οι τούρκοι ως Beyaz-Kule, δηλαδή Λευκός Πύργος.

Ιστορία

Κατά την Τουρκοκρατία έγιναν προσθήκες και τροποποιήσεις στα τείχη της πόλης, στις οποίες εντάσσεται και ο Λευκός Πύργος, μαζί με το Επταπύργιο και τον Πύργο Τριγωνίου). Ο τελευταίος χρονολογείται τον 16ο αιώνα.

Αναμνηστική φωτογραφία του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, επί οθωμανικής περιόδου

Διάδρομος στο εσωτερικό του Λευκού Πύργου

Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς χτίστηκε, στη θέση προϋπάρχοντος βυζαντινού πύργου, ο οποίος συνέδεε το ανατολικό τμήμα της οχύρωσης της Θεσσαλονίκης (που σώζεται και σήμερα), με το θαλάσσιο (το οποίο κατεδαφίστηκε το 1867). Παλιότερα πιστευόταν πως ήταν έργο των Βενετών αλλά αυτό έχει πια απορριφθεί από τη σύγχρονη ιστοριογραφία. Κατά μία εκδοχή, η χρονολογία κατασκευής του μνημείου τοποθετείται περί το 1450-1470, λίγο μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους (1430) και πρόκειται για ένα από τα πρωιμότερα δείγματα οθωμανικής οχυρωματικής που λαμβάνει υπόψη της το πυροβολικό.[5]

Έχει διατυπωθεί η υπόθεση πως αρχιτέκτονας του Πύργου ήταν ο φημισμένος Μιμάρ Σινάν, βάσει της ομοιότητας με ανάλογο πύργο στη Valona (Αυλώνα) της Αλβανίας ο οποίος κτίστηκε τη δεκαετία του 1530. Χρονολόγηση κορμών ξύλου που χρησιμοποιήθηκαν στο Λευκό Πύργο έδειξε ότι κόπηκαν το έτος 1535 αλλά υπάρχει η πιθανότητα οι κορμοί να χρησιμοποιήθηκαν σε εκτεταμένη επισκευή του μνημείου. Όλα αυτά καταδείχνουν τις δυσκολίες στη χρονολόγηση μνημείων της οθωμανικής στρατιωτικής αρχιτεκτονικής της εποχής της Αναγέννησης.[6]

Γύρω από τον πύργο υπήρχε χαμηλός οκταγωνικός περίβολος (προτείχισμα) με τρεις επίσης οκταγωνικούς πύργους, το οποίο κατεδαφίστηκε στις αρχές του 20ου αι.[1] Ο περίβολος αυτός χρησίμευε κυρίως για να προστατεύει τον Πύργο από τη θάλασσα αλλά θεωρείται πιθανή η χρήση του και για την τοποθέτηση βαρέων πυροβόλων τα οποία θα έλεγχαν την ακτογραμμή και το λιμάνι.[7]

Νεότερη χρήση

Κατά τον Α'

Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Λευκός Πύργος στέγαζε το κέντρο διαβιβάσεων των Συμμάχων, ενώ το 1916 χρησιμοποίησαν έναν όροφό του για τη φύλαξη αρχαιοτήτων από αρχαιολογικές εργασίες στη ζώνη ευθύνης του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος. Μετά την

απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (1912), το μνημείο περιήλθε στο ελληνικό δημόσιο και έως το 1983 φιλοξένησε την αεράμυνα της πόλης, το εργαστήριο Μετεωρολογίας του Πανεπιστημίου και συστήματα Ναυτοπροσκόπων.[1]

Από το 1983 έως το 1985 η Αρχαιολογική Υπηρεσία συντήρησε και αναστήλωσε το μνημείο και το διαμόρφωσε σε εκθεσιακό χώρο. Από το 1985 έως το 1994 λειτούργησε η μόνιμη έκθεση «Θεσσαλονίκη: Ιστορία και Τέχνη». Το 1994 άνοιξε το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και τα εκθέματα άρχισαν να μεταφέρονται σταδιακά σε αυτό. Το 2001 παρουσιάστηκε στο Λευκό Πύργο η έκθεση «Καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο» στο πλαίσιο του δικτύου τριών εκθέσεων με το γενικό τίτλο «Ώρες Βυζαντίου, Έργα και Ημέρες στο Βυζάντιο».[1]

Το 2002 παρουσιάστηκε έκθεση έργων του ζωγράφου και συντηρητή αρχαιοτήτων Φώτη Ζαχαρίου με τον τίτλο «Άθως: Αποτυπώσεις και Μνήμες».

Ανήκει διοικητικά στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και από το 2006 λειτουργεί μόνιμα ως Μουσείο Πόλης της Θεσσαλονίκης.

Κατασκευή

Είναι κυλινδρική κατασκευή με ύψος 33,9 μ. και διάμετρο 22,7 μ. Έχει έξι ορόφους, οι οποίοι επικοινωνούν με εσωτερικό κλιμακοστάσιο, το οποίο ελίσσεται κοχλιωτά και σε επαφή με τον εξωτερικό τοίχο. Με αυτό τον τρόπο, σε κάθε όροφο υπάρχει μια κεντρική κυκλική αίθουσα διαμέτρου 8,5 μ, με την οποία επικοινωνούν μικρότερα τετράπλευρα δωμάτια, ανοιγμένα στο πάχος του εξωτερικού τοίχου. Ο 6ος όροφος έχει μόνο κεντρική αίθουσα και έξω από αυτήν ένα δώμα με θέα του τοπίου γύρω από τον πύργο. Η ύπαρξη αφοδευτηρίων, τζακιών και καπναγωγών δείχνει πως ο πύργος προοριζόταν όχι μόνο ως αμυντικό έργο αλλά και για στρατιωτικό κατάλυμα.[1]

«Μπρος στον Λευκό Πύργο βλέπεις την Πλατεία του Λευκού Πύργου και τα κηπάρια του Λευκού Πύργου. Οι ονομασίες αυτές είναι ανεπίσημες καθιερωμένες από τον λαό. Η ονομασία Λευκός Πύργος είναι μετάφραση από τα ι

σπανό-εβραϊκά. Διόλου δεν αποκλείω την περίπτωση

όπου κάποιος φωστήρας θα προτείνει την

ονομασία του οθομανικού οχυρού σε Άσπρο Πύργο»



Φωτογραφικό Υλικό














Τα τείχη της Θεσσαλονίκης

Η αρχιτεκτονική-περιγραφή των τειχών :


Τα τείχη της
Θεσσαλονίκης αποτελούν σημαντικό τμήμα οχύρωσης της βυζαντινής πόλης με μοναδική αρχαιολογική, αρχιτεκτονική και καλλιτεχνική σημασία. Εξετάζοντας τα, παρατηρούμε ότι έχουν σχήμα τραπεζίου και η περίμετρος τους ήταν περίπου 7 χιλιόμετρα, σήμερα όμως έχουν περιοριστεί σε 3 χιλιόμετρα. Το ύψος τους κυμαίνεται από 8,30 μέτρα ως 10,50 μέτρα.
Είναι χτισμένα με πέτρες και κονίαμα, αλλά και με επαναλαμβανόμενες σειρές από πλατιές οριζόντιες ζώνες από τούβλα που αυξάνουν τη στερεότητα τους και λειαίνουν τις επιφάνειες. Σε μερικά τμήματα εκτός από τις ζώνες με τούβλα υπάρχουν και επαναλαμβανόμενα τυφλά τόξα πλινθόκτιστα, ενώ αλλού ολόκληρη η κατασκευή είναι με τούβλα. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτά διακοσμούνται με σταυρούς, ήλιους, πυροστρόβιλους κά.
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας οικοδομήθηκε μέρος των τειχών με απλούς πλίνθους. Σε κάποια σημεία σώζεται ένα μικρό μέρος του τείχους σε απόσταση 4-6 μέτρων από το βασικό τείχος και ονομάζεται προτείχισμα. Το προτείχισμα διευκόλυνε τους πολιορκούμενους καθώς ήταν δύσκολη η προσβολή από τις πολιορκητικές μηχανές, μπροστά από αυτό υπήρχε τάφρος με νερό.
Από τους πύργους σώζονται περίπου οι 60. Όλοι έχουν τετράγωνη διατομή εκτός από τον Λευκό Πύργο και το πύργο Τριγωνίου. Αυτοί οι δύο θεωρούνται χτίσματα του 15ου αιώνα και έχουν χτιστεί πάνω σε παλαιότερους πύργους.


Οι Βυζαντινές οχυρώσεις
Όσο περνούσε ο καιρός οι εχθροί έκαναν την εμφάνιση τους από το βορά, ενισχύοντας έτσι την ανάγκη για μια ολοκληρωμένη και καλύτερη οχύρωση σε σύγκριση με το παρελθόν. Το πρόβλημα το οποίο απασχολούσε τους κατοίκους άρχισε να περιπλέκεται σύμφωνα με τους ερευνητές, όταν κατά τη πρώιμη Βυζαντινή περίοδο πραγματοποιήθηκε η πρώτη επισκευή και νέες οικοδομήσεις προστέθηκαν στα τείχη της Θεσσαλονίκης.
Στην κορυφή του τετράγωνου πύργου του οποίου η θέση ήταν περίπου 250 μέτρα βόρεια από τη Χρυσή Πύλη και στο δυτικό τμήμα των τειχών απέναντι από το νεκροταφείο των Προτεσταντών, βρίσκεται μία επιγραφή από πλίνθους που έχει πάρει το όνομα του Ορμίσδα. Η συγκεκριμένη έχει γίνει αντικείμενο συζητήσεων. Η επιγραφή περιλαμβάνει τρεις σειρές, όπου η καθεμία σειρά έχει μήκος 9 μέτρα και από αυτές τις τρεις σειρές μόνο η δεύτερη έχει σωθεί σε καλή κατάσταση και μερικά διάσπαρτα γράμματα από τη τρίτη σειρά. Στο κάτω μέρος της επιγραφής υπήρχαν, μέχρι λίγα χρόνια πριν ήταν ευδιάκριτα, λατινικοί σταυροί, με δύο σειρές από πλίνθους στο πάνω και το κάτω μέρος των σταυρών. Σήμερα μόνο οι σταυροί φαίνονται καθαρά.
Η επιγραφή λέει: ΤΕΙΧΕΣΙΝ ΑΡΡΗΚΤΟΙΣ ΟΡΜΙΣΔΑΣ ΕΞΕΤΕΛΕΣΕΝ ΤΗ ΔΕ ΠΟΛΙΝ….
Ο προσδιορισμός του Ορμίσδα αναφέρει ξεκάθαρα τη σχέση του με την επιγραφή. Μερικοί μελετητές είπαν ότι ίσως αναφέρεται στον πατέρα του Ορμίσδα (514-523) και άλλοι σε ένα Βυζαντινό αξιωματούχο με Περσική καταγωγή. Ο πατέρας αυτού, ο οποίος επίσης ονομάζονταν Ορμίσδας, εκδιώχθηκε από τον αδερφό του, την περίοδο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου (340-50). Καθόλο το διάστημα της βασιλείας του Μέγα Θεοδόσιου, ο γιος του ήταν αρχηγός του Αιγυπτιακού αποσπάσματος στη Θεσσαλονίκη και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην φροντίδα της οχύρωσης της πόλης.
Εμείς είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι η τεχνική της τμηματικής κατασκευής των τειχών δεν ακολουθήθηκε από τους αυστηρούς κανόνες επέκτασης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τον 3ο, 4ο και 5ο αιώνα η ίδια τεχνική εφαρμόστηκε στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, της Θεσσαλονίκης και άλλων επαρχιών της αυτοκρατορίας, χωρίς ουσιώδεις διαφορές.
Πρόσφατες απόψεις αναφέρουν ότι υπάρχουν σπουδαίες τεχνικές και ιστορικές υποδείξεις οι οποίες μας καθορίζουν την ημερομηνία των πιο σπουδαίων τμημάτων των τειχών της Θεσσαλονίκης από τα τέλη του 4ου αιώνα.
Στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 7ου αιώνα, οι επιδιορθώσεις και οι ανακατασκευές των τειχών απασχόλησαν το Ζένο και τον Αναστάσιο, αμέσως μετά τις επιθέσεις των Αβάρων και των Σλάβων. Αυτά εμείς τα πληροφορούμαστε από μια επιγραφή που έχει βρεθεί ανάμεσα στα εναπομείναντα τείχη μπροστά από τη θάλασσα.


Η επιγραφή λέει: ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΤΑΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΕΓΕΝΕΤΟ ΟΡΙΣΜΩ ΑΥΤΟΥ.

Αυτή πρέπει να έγινε τον αρχιεπίσκοπο Ευσέβιο ο οποίος υπερασπίστηκε τη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του Μαυρίκιου (582-602), όταν η πόλη πολιορκούνταν από τους Αβάρους και τους Σλάβους.
Η μακροχρόνια περίοδος ειρήνης η οποία ακολούθησε τον 8ο και 9ο αιώνα οδήγησε για άλλη μια φορά στα τείχη. Οι επισκευές είχαν δρομολογηθεί και τα αποτελέσματα έγιναν αντιληπτά την περίοδο της επίθεσης των Σαρακηνών το 904, όταν τα τείχη στη πλευρά της θάλασσας είχαν σχεδόν επισκευαστεί ολοκληρωτικά. Ο πρωτοσπαθάριος Πετρώνας είχε ως σχέδιο να αποτρέψει τον ερχομό των πλοίων κατά μήκος του θαλάσσιου τείχους πετώντας πέτρες μπροστά από αυτά, μέχρι το χρονικό διάστημα της αντικατάστασης του. Ο άντρας που τον αντικατέστησε ήταν ο Λέων Χατζηλάκιος δεν συνέχισε τις εργασίες τις εργασίες για τη προστασία αλλά επέμεινε να ξαναχτίσει τα τείχη. Οι εργασίες συνεχίζονταν ακόμη στα τείχη όταν ο εχθρός εμφανίστηκε από τη θάλασσα. Οι συνέπειες από τη Σαρακηνή αιχμαλωσία της πόλης είναι αρκετά γνωστές.
Οι εργασίες που έγιναν στα τείχη από τη πλευρά της θάλασσας επιβεβαιώνονται από τον Ιωάννη Καμενιάτη αλλά και επιπλέον από μια επιγραφή που ανακαλύφθηκε πάνω στα εναπομείναντα τείχη κοντά στην πλατεία Ελευθερίας.

Η επιγραφή ανέφερε: ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΘΗ ΕΠΙ ΛΕΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΤΩΝ ΑΥΤΑΔΕΛΦΩΝ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΩΝ ΚΑΙ ΦΙΛΟΧΡΙΣΤΩΝ ΗΜΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΗΜΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ . ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΘΗ ΕΠΙ ΛΕΟΝΤΟΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ ΠΡΩΤΟΣΠΑΘΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΟΥ ΧΑΤΖΙΛΑΚΗ ΚΑΙ ΕΠΙ ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΟΥ ΕΝΤΟΠΙΟΥ.


Όπως μπορούμε να καταλάβουμε, το πρώτο μέρος της επιγραφής αναφέρεται στους αυτοκράτορες Λέοντα και Αλέξανδρο (886-912) και στον Οικουμενικό Πατριάρχη, το δεύτερο μέρος αναφέρεται στο στρατηγό και τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης.
Μετά την καταστροφή το 904 και την απρόβλεπτη υποχώρηση των Σαρακηνών, οι Θεσσαλονικείς ξεκινούν την επιδιόρθωση των τειχών μπροστά από τη θάλασσα. Την περίοδο του αυτοκράτορα Ρωμανού Λεκαπηνού (919-944) δόθηκε διάταγμα ότι τα τείχη των πόλεων της Μακεδονίας και της Θράκης θα πρέπει να ενδυναμωθούν και να επισκευαστούν, η Θεσσαλονίκη είχε ήδη οχυρωθεί καλά.
Μια επιγραφή στο Παλατινό Ανθολόγιο η οποία χρησιμοποιήθηκε για τη δυτική πύλη της Καλαμαριάς δίνει πληροφορίες για τις επισκευές που έγιναν στα τείχη της πόλης κατά το Βασίλειο το Β΄ (976-1025). Εκείνη τη περίοδο σοβαρή απειλή για την αυτοκρατορία άρχισε να αποτελεί η Βουλγαρία.
Όταν οι Νορμανδοί το 1185 επιτέθηκαν με βιαιότητα στη Θεσσαλονίκη, τα τείχη μπροστά από τη θάλασσα ήταν σε άριστη κατάσταση, αλλά υπήρχαν αδύναμα σημεία στην άμυνα και πιο συγκεκριμένα στη δυτική πλευρά των τειχών. Χάρη σε αυτά η πόλη έπεσε στα χέρια τους.
Τα τείχη επισκευάστηκαν και συντηρήθηκαν στις αρχές του 14ου αιώνα, την περίοδο που εχθρικές απειλές αυξάνονταν, όπως οι Σέρβοι και οι Καταλανοί, οι οποίοι πολιορκούσαν την πόλη. Η Θεσσαλονίκη υπέφερε αρκετά κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου με το Βυζάντιο (1341-1354). Οι επισκευές των τειχών συνεχίστηκαν μέχρι εκείνη την περίοδο, αυτό αναφέρεται στην τελευταία που παρατέθηκε και χρονολογείται το 1316 είχε βρεθεί στα θαλάσσια τείχη κοντά στη νότιο-δυτική γωνία του πύργου (στο σημερινό Λευκό Πύργο).

Η επιγραφεί αναφέρει: ΑΝΕΚΤΙΣΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ ΤΟ ΜΕΡΟΙΣ ΤΟΥ ΤΕΙΧΟΥΣ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΙΑΣΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΣΕΒΑΣΤΟΥ ΛΟΓΟΘΕΤΟΥ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΤΟΥ ΥΑΛΕΟΥ ΚΕΦΑΛΑΤΤΙΚΕΥΟΝΤΟΣ ΕΝ ΤΗ ΔΕ ΤΗ ΠΟΛΕΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΤΗΣ ΙΔ΄ ΙΝΔΙΚΤΩΝΟΣ ΣΩΚΔ΄ ΕΤΟΥΣ.

Αυτή η επιγραφή μας πληροφορεί ότι το 1316 ο λογοθέτης Υαλέος, του στρατού, ξανάχτισε το τμήμα του τείχους μπροστά από τη θάλασσα.
Αυτές οι επιγραφές είναι δυσανάγνωστες σαυτούς τους δύο πύργους στα δυτικά, τα γράμματα ΑΚΠΛ είναι τα αρχικά γράμματα του ονόματος Α(ΔΡΟΝΙ)Κ(ΟΣ) Π(ΑΛΑΙΟ)Λ(ΟΓΟΣ).
Ο πύργος που βρίσκεται από την αντίθετη πλευρά προς τη δύση, στη σημερινή είσοδο της Μονής Βλατάδων υπάρχουν δύο επιγραφές με πλίνθους, οι οποίες είναι επίσης δυσανάγνωστες σήμερα. Οι επιδιορθώσεις συνεχίστηκαν σόλη τη περίοδο, όταν ακόμη οι Ζηλωτές ήταν κυρίαρχοι στη Θεσσαλονίκη (1342-1349).
Γύρω στο 1355 μ.Χ, όταν η αυτοκράτειρα Άννα Παλαιολογίνα ζούσε στην Θεσσαλονίκη ξεκίνησε τις επισκευές των τειχών γιατί αυτή τη περίοδο η Θεσσαλονίκη προετοιμάζονταν να δεχθεί τη στρατιωτική επιδρομή του Καντακουζηνού με τη συνοδεία του γιου του καθώς και το Στέφανο Δουσάν, αυτοκράτορα της Σερβίας. Την ίδια χρονική περίοδο ανοίχτηκαν δύο πύλες στα τείχη, μία από αυτές στα δυτικά κοντά στα τείχη της Ακρόπολης. Στο δεξί χέρι στο πίλαστρο υπάρχει μια επιγραφή:

ΑΝΗΓΕΡΘΗ Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΠΥΛΗ ΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΚΡΑΤΑΙΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΑΣ ΗΜΩΝ ΚΥΡΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΙΝΗΣ ΚΥΡΑΣ ΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΙΝΗΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣΑΝΤΟΣ ΚΑΣΤΡΟΦΥΛΑΚΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΑΜΑΕΤΟΥ ΤΟΥ ΚΟΙΑΙΣΤΟΡΟΣ ΤΩ ΣΩΞΔ΄ ΕΤΕΙ ΙΝΔΙΚΤΙΩΝΙ Θ΄.

Η σύγχρονη πύλη είναι εμφανής στα δυτικά, στο τείχος το οποίο είναι κοινό στην Ακρόπολη και την πόλη. Στη βόρεια πλευρά βρίσκεται μία ακόμη επιγραφή 4 σειρών από πλίνθους:

ΣΘΕΝΕΙ ΜΑΝΟΥΗΛ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΣΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΗΓΕΙΡΕ ΤΟΝΔΕ ΠΥΡΓΟΝ ΣΥΝ ΤΩ ΤΕΙΧΙΩ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΟΥΞ ΑΠΟΚΑΥΚΟΣ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ ΣΘΕΝΕΙ ΜΑΝΟΥΗΛ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΣΤΟΥ.
Σύμφωνα με αυτή τη επιγραφή η δουλειά ήρθε εις πέρας χάρη στο Δούκα Γεώργιο Απόκαυκο που βρίσκονταν υπό τις διαταγές του Δεσπότη Μανουήλ. Οι οχυρώσεις οι οποίες χτίστηκαν εκείνη την εποχή ακολούθησαν τους κατασκευαστικούς κανόνες.
Στη διάρκεια της Βενετικής κατοχής (1423-1430) δεν έγιναν οι απαραίτητες επισκευές στα τείχη, κρίνοντας από τους πολίτες οι οποίοι έκαναν εκλύσεις στη Βενετία για το πρόβλημα. Η αδιαφορία των Βενετών ήταν πραγματικά αδικαιολόγητη, ειδικότερα όταν ο Μουράτ και μερικοί χιλιάδες στρατιώτες είχαν στρατοπεδεύσει έξω από τα τείχη της πόλης.

Τουρκική περίοδος

Κατά τη διάρκεια της Τουρκικής κατοχής αποκαταστάθηκαν τα τείχη επειδή ήταν αυτοσυντηρημένα. Οι σειρές από πλίνθους είναι μια τεχνική η οποία αντικαταστάθηκε από ξύλινους δοκούς. Η προσοχή επικεντρώθηκε στην κατασκευή τριών πύργων: ο Λευκός Πύργος στα νότιο-δυτικά, στη βόρειο-δυτική πλευρά ο Βυζαντινός Πύργος Τριγωνίου και ο Πύργος στο Επταπύργιο και το φρούριο στην Ακρόπολη. Οι δύο πρώτοι πρέπει να έχουν χτιστεί αμέσως μετά τη Τουρκική κατάσταση και ο τρίτος το 1431, καθώς μαρτυρά η τουρκική επιγραφή.
Η ιστορία των τειχών της Θεσσαλονίκης


Ο Κάσσανδρος έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην οχύρωση της νεόχτιστης πόλης, έτσι κατασκεύασε κατά μήκος αυτής ένα σημαντικό οχυρό που αποτέλεσε βασικό παράγοντα της αμυντικής της γραμμής.
30
χρόνια αργότερα ο βασιλιάς Αντίγονος απομονωμένος στην πόλη ανασύνταξε τον στρατό του μετά την ήττα του από τον Πύρρο. Το 279 π.Χ όταν οι Κέλτες επιχείρησαν να κατακτήσουν την πόλη, λίγο πριν φτάσουν στα τείχη της αναχαιτίστηκαν και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν στους Δελφούς και την Αιτωλία. Μετά τη μάχη της Πύδνας, το 168 π.Χ, και την ήττα του Περσέα από τους Ρωμαίους, του τελευταίου βασιλιά της Μακεδονίας, η Θεσσαλονίκη έγινε πρωτεύουσα μιας από τις τέσσερις περιφέρειες στις οποίες η Μακεδονία είχε χωριστεί. Το 146 π.Χ μετά την αποτυχία της εξέγερσης του Ανδρίσκου η Θεσσαλονίκη έγινε πρωτεύουσα της μεγαλύτερης Ρωμαϊκής επαρχίας.
Το 58 π.Χ ο ρήτορας Κικέρωνας βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, εξόριστος από τη Ρώμη. Ανέφερε ότι τα τείχη της πόλης είναι σε κακή κατάσταση και ότι οι κάτοικοι φοβούνται την επιδρομή των Θρακικών φύλων, αναγκάζοντας τους να καταφύγουν στην Ακρόπολη. Παρόλα αυτά οι Θράκες εκδιώχθηκαν έξω από τα τείχη χωρίς να προκαλέσουν καμιά ζημιά στην πόλη.

Οι πρώτες επισκευές και η νέα επέκταση των τειχών έγινε την περίοδο του 1ου αιώνα μ.Χ. όταν η Χρυσή Πύλη είχε μεταφερθεί στην Εγνατία οδό. Αυτές οι οχυρώσεις πιθανότατα είχαν αντικατασταθεί με όμοιες από την Μακεδονική περίοδο.
Το 253 μ.Χ. οι Γότθοι επιτέθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Η επίθεση τους δεν επέφερε καμία ζημία στα τείχη και αυτοί αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στη δική τους περιοχή παίρνοντας μαζί του πολλούς αιχμαλώτους αλλά και μεγάλο ποσοστό λάφυρων. 16 χρόνια αργότερα, το 269 μΧ, οι ίδιοι βάρβαροι εμφανίστηκαν ξανά λίγο έξω από τα τείχη της πόλης με τις ίδιες προθέσεις. Όμως εγκατέλειψαν τα σχεδία τους εξαιτίας του Κλαύδιου, ο οποίος εκστράτευσε εναντίον τους.
Ο καίσαρας Γαλέριος (293-311), αναβάθμισε τη θέση της πόλης και τις οχυρώσεις της, την έκανε πρωτεύουσα του και βάση για τις εκστρατείες εναντίον των Περσών. Έχτισε πολλά σημαντικά μνημεία όπως, το ανάκτορο, το οκτάγωνο, τη Ροτόντα και την ομώνυμη αψίδα, που σώζονται ως σήμερα.
Μέχρι αυτή τη στιγμή η Θεσσαλονίκη επεκτείνονταν εκτός των συνόρων της κατά την Βυζαντινή περίοδο. Το ανατολικό τμήμα των τειχών ξεκινούσε από το νότιο-δυτικό πύργο, ο οποίος είναι γνωστός σήμερα ως Λευκός Πύργος και τελείωνε στο βόρειο-δυτικό πύργο, τον Πύργο Τριγωνίου.
Την περίοδο της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου (306-336) η Θεσσαλονίκη έγινε μια σπουδαία ναυτική βάση. Το λιμάνι το οποίο ο Καμενιάτης περιγράφει εκπληκτικά, φάρδυνε και ενισχύθηκε φτάνοντας μέχρι την Καθολική εκκλησία και τον Άγιο Μηνά και ακόμη πιο μακριά στην ενδοχώρα.
Την περίοδο της βασιλείας του Ιουλιανού (361-363) τα τείχη της πόλης επισκευάστηκαν επειδή ο αυτοκράτορας διέταξε όλοι οι πύργοι της Μακεδονίας, της Πελοποννήσου και της Ιλλυρίας να οχυρωθούν όσο το δυνατόν καλύτερα ενάντια στις βαρβαρικές επιδρομές. Αργότερα ο Μέγας Θεοδόσιος (379-395), μετά τις στρατιωτικές εκστρατείες των Ρωμαίων νικήθηκε από τους Γότθους το 378 μ.Χ, και ελπίζοντας να καταφέρει να σώσει το βασίλειο του από φοβερές συνέπειες βρίσκει καταφύγιο στη Θεσσαλονίκη και χρησιμοποιεί την πόλη ως βάση για τις εκστρατείες εναντίον τους.
Κατά τη διάρκεια του Ζήνωνα (474-491), η Θεσσαλονίκη επέζησε από τις πιο πρόσφατες επιδρομές των Γότθων. Η πόλη αποτέλεσε τον προμαχώνα, της αυτοκρατορίας του.
Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός (527-565) αναγνώρισε την πόλη ως ένα πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο και το 536 έγινε η διοικητική πρωτεύουσα της επαρχίας των Ιλλυριών. Το 568 μ.Χ, οι Σλάβοι πολιόρκησαν για πρώτη φορά την πόλη, χωρίς όμως επιτυχία. Μερικά χρόνια αργότερα το 597, έγινε μια παρόμοια επίθεση των Αβάρων αλλά δεν προκάλεσε καμία αλλαγή.
Κατά τη διάρκεια των χρόνων που ακολούθησαν (617-629 και 675-681) γύρω από την Θεσσαλονίκη διεξήχθη ένας άγριος και νικηφόρος πόλεμος από τους Βυζαντινούς εναντίων των Σλάβων και των Αβάρων.
Ένα τραγικό γεγονός στην ιστορία της πόλης ήταν η κατάκτηση της το 904 μΧ από τους Σαρακηνούς. Η ήττα αυτή οφείλονταν και στο γεγονός ότι τα τείχη παραμελήθηκαν για χρόνια και αποδυναμώθηκαν σε πολλά σημεία. Πολλοί φόνοι διαπράχθηκαν και 22000 κάτοικοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Παρόλα αυτά η πόλη ανασυντάχθηκε και συνέχισε την ανοδική πορεία της για άλλους τέσσερις αιώνες.
Το 1185 μΧ, οι Νορμανδοί κυρίευσαν τη Θεσσαλονίκη. Πολλοί κάτοικοι θανατώθηκαν και πολλά μνημεία καταστράφηκαν. Το 1378 μΧ, οι Τούρκοι κατέκτησαν την πόλη για μικρό χρονικό διάστημα. Οι Βενετοί πήραν υπό την κατοχή τους τη Θεσσαλονίκη για 7 χρόνια (1423-1430) και το 1430 οι Τούρκοι την κατέκτησαν ξανά. Η πόλη δεν απελευθερώθηκε πριν το 1912.